αθυμίαστος

αθυμίαστος
ος , ον , αθύμιαστος, η , ο
1) не окуренный ладаном; 2) не ставший предметом лести

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αθυμίαστος" в других словарях:

  • αθύμιαστος, -η, -ο — και αθυμιάτιστος, η, ο 1. αυτός που δε θυμιατίστηκε, δεν τιμήθηκε με το κάψιμο λιβανιού: Ξέχασε τα εικονίσματα αθύμιαστα. 2. αυτός που δεν κολακεύτηκε: Θυμιάτισε το διευθυντή, δεν άφησε όμως αθυμιάτιστο και τον υποδιευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθυμίαστος — η, ο και αθύμιαστος (Α ἀθυμίαστος, ίαστον) [θυμιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θυμιαστεί, αλιβάνιστος 2. αυτός που δεν έχει επαινεθεί με λόγια κολακευτικά 3. αυτός που δεν δέχεται, δεν κάμπτεται από κολακείες 4. (ειρωνικά) αυτός που δεν έχει υβρισθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀθυμίαστον — ἀθυμίαστος unconsecrated masc/fem acc sg ἀθυμίαστος unconsecrated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυμιάτιστος — η, ο [θυμιατίζω] ο αθυμίαστος …   Dictionary of Greek

  • αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες …   Dictionary of Greek

  • αλιβάνωτος — η, ο (Α ἀλιβάνωτος, ον) [λιβανοῡμαι] αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθυμίαστος, αλιβάνιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»